- καλειά σου
- φρ. «άμε καλειά σου» α) κάνε τη δουλειά σουβ) άντε στο καλό.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κάμε τη δουλειά σου, με συγκοπήλόγω τής χρήσεώς της και με τη σημ. «πήγαινε στο καλό» συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. καλό].
Dictionary of Greek. 2013.